- φρενοπαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο φρενοβλαβής (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρενοπαθής — ές, Ν φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + παθής (< πάθος), πρβλ. καρδιο παθής, νεφροπαθής] … Dictionary of Greek
φρενοπάθεια — η, Ν φρενοβλάβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
δαιμονόληπτος — η, ο ο δαιμονισμένος, ο φρενοπαθής: Σύμφωνα με τις γραφές, ο Χριστός γιάτρεψε ένα δαιμονόληπτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρενοβλαβής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από φρενοβλάβεια (βλ. λ.), φρενοπαθής, ψυχοπαθής, μανιακός, παράφρονας, τρελός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει ψυχικά, αυτός που οι ψυχικές του λειτουργίες είναι ταραγμένες, ο φρενοβλαβής, ο φρενοπαθής: Κατάντησε ψυχοπαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)